Ελλη Ισμαηλίδου
Οι γιορτές των Χριστουγέννων, άρρηκτα συνδεδεµένες µε την αλλαγή του χρόνου, διαπνέονται κατά κανόνα από αισιοδοξία. Ισορροπούν ανάµεσα στην κούραση της χρονιάς που εκπνέει και στην ελπίδα για τη χρονιά που έρχεται. Το 2011 και η δυσµενής οικονοµική συγκυρία άφησαν πίσω τους θύµατα, χρίζοντας το 2012 σε έτος - φόβητρο, απειλή για τα χειρότερα και πάντως περίοδο φόβου, συστολής και εσωστρέφειας. Οι ιστορίες ανθρώπων της διπλανής πόρτας, που η εφετινή Πρωτοχρονιά τους βρίσκει στο ταµείο ανεργίας, δηλωτικές των αισθηµάτων απογοήτευσης και ανησυχίας των Ελλήνων για το µέλλον τους. Αισθήµατα που δεν έχουν σύνορα, δεν γνωρίζουν γλώσσες, δεν ξεχωρίζουν λαούς και κράτη. Το παρήγορο είναι ότι η σύγχρονη Ευρώπη µοιάζει πλέον να προβάλλει κοινά αιτήµατα, µε όπλο κοινές αξίες, προκειµένου να αντισταθεί σθεναρά στην περιδίνηση των καιρών και να κρατήσει αρραγές το οικοδόµηµα για χάρη όσων έπονται: των νέων.
Δ. Κ. ΨΥΧΟΓΙΟΣ
Είναι δύσκολα τούτα τα χρόνια του µνηµονίου και του PSI plus στα οποία καλείται να ζήσει και να δηµιουργήσει η νέα γενιά – αλλά όχι δυσκολότερα από τα χρόνια της Κατοχής και του Εµφυλίου, που αντιµετώπισαν οι παππούδες τους, ή τα χρόνια της χούντας που έζησαν οι γονείς τους. Αν αφήσουµε εκτός σύγκρισης τη φρικτή δεκαετία του 1940, γιατί οι δυστυχίες του πολέµου µε τίποτε δεν συγκρίνονται, οι δύο επόµενες δεκαετίες, που οδηγούν στη χούντα και καταλήγουν στη µεταπολίτευση, δεν χαρακτηρίζονται µόνο από την πολιτική καταστολή, τις φυλακές, τις εξορίες, τα πιστοποιητικά κοινωνικών φρονηµάτων: η ελληνική κοινωνία προοδεύει και αναπτύσσεται µε τίµηµα την εµφάνιση δύο µεγάλων µεταναστευτικών ρευµάτων από τη ρηµαγµένη από τον Εµφύλιο επαρχία. Προς την Αθήνα και τα άλλα µεγάλα αστικά κέντρα το ένα, το δεύτερο προς το εξωτερικό, τη ∆υτική Ευρώπη, την Αυστραλία και τον Καναδά.
ΓΙΩΡΓΗΣ ΓΙΑΤΡΟΜΑΝΩΛΑΚΗΣ
Ποια θα ήταν η απάντηση στο ερώτηµα του αφιερώµατος τον σκληρό ∆εκέµβρη του 1944, µε το τέλος της γερµανικής Κατοχής και την έναρξη του Εµφυλίου; Ποια θα ήταν η απάντηση στο ίδιο ερώτηµα µε το τέλος του Εµφυλίου, όπου η µισή Ελλάδα θρηνούσε την άλλη, είτε βρισκόταν στη µια είτε στην άλλη παράταξη; Και, τέλος, τι θα απαντούσε κάποιος για το µέλλον των νέων στην Ελλάδα τον σκοτεινό Απρίλη του 1967; Την απάντηση την έδωσε ξεκάθαρα η Ιστορία: οι νέοι αυτής της εποχής, «που τους έλεγαν αλήτες», τα παιδιά εκείνης της αιµατηρής και υβριστικής περιόδου, όχι µόνο επέζησαν, όχι µόνο βρήκαν δρόµο µέσα σε απίθανες δυσκολίες, αλλά µπόρεσαν να αλλάξουν τη µοίρα τους και τη µοίρα του τόπου. Με όλες τις εγγενείς αντιξοότητες «νικητών» και κυρίως «ηττηµένων»...
Του Αποστολου Δοξιαδη*
Σε κάθε δύσκολη εποχή -κι αυτή που περνάμε είναι ακραία δύσκολη- οι άνθρωποι γνωρίζουν πολύ καλύτερα τα προβλήματα από τις λύσεις, και αυτό γιατί τα προβλήματα είναι παρόντα, ολοζώντανα, ενώ οι λύσεις βρίσκονται στη σφαίρα της σκέψης και μόνο.
Ομως η μεγάλη τραγωδία των δύσκολων καιρών είναι ότι σε τυφλώνουν. Κι αυτό γιατί η σκέψη υποχωρεί κάτω από την πίεση του φόβου και της αγωνίας αφήνοντας τη θέση της στη φαντασία, η οποία και την αντίληψη των προβλημάτων αλλοιώνει, δίνοντας στις αιτίες τους διαστάσεις μυθικές, και κατά συνέπεια κάνει αδύνατη την εξεύρεση λύσης πραγματικής, καθώς, πιεσμένος από το θυμικό, ο άνθρωπος ψάχνει καταφύγιο σε μαγικές διεξόδους.
Ετσι και τώρα. Ολο και περισσότερο ο δημόσιος διάλογος μπολιάζεται με σχηματοποιήσεις απλοϊκές, που αναζητούν, μέσω του μηχανισμού ψυχικής άμυνας της προβολής, να βρουν τα προβλήματα σε δυνάμεις έξω από εμάς: τα μονοπώλια, την Ε. Ε., τη Γερμανία, τον Φ τραπεζίτη, τον Χ μεγαλοεκδότη, τον Ψ μεγαλοεργολάβο... Και ενώ κάθε στοιχείο αυτής της λίστας έπαιξε τον ρόλο του στη δημιουργία των προβλημάτων, και συνεχίζει να τον παίζει στην παρεμπόδιση των λύσεων, η προβολή σε αυτά ατόφιου του κακού μάς στερεί τη δυνατότητα να δούμε τις δικές μας ευθύνες, των κυβερνήσεων που εκλέξαμε, των κομμάτων, του κράτους, όλων ημών. Αλλά αυτό είναι ολέθριο, γιατί μόνο η ξεκάθαρη αντίληψη των ευθυνών που βρίσκονται υπό τον άμεσο έλεγχό μας θα μας επιτρέψει να αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά τα προβλήματα.
Tης Τασουλας Kαραϊσκακη
Δύο συμβάντα την περασμένη εβδομάδα, το ένα στη Βρετανία και το άλλο στην Ουγγαρία, ήρθαν να επιβεβαιώσουν, με τον πλέον εμφανή τρόπο, τη συντηρητική στροφή των κοινωνιών. Κατ’ αρχάς, ήταν η δήλωση του παρουσιαστή του BBC Τζέρεμι Κλάρκσον, σε τηλεοπτική εκπομπή, ότι θα τουφέκιζε μπροστά στις οικογένειές τους όλους τους δημοσίους υπαλλήλους (περίπου ένα εκατομμύριο) που συμμετείχαν στην απεργία της περασμένης Τετάρτης, διαμαρτυρόμενοι για τις περικοπές στις συντάξεις τους. Κατά δεύτερον στην Ουγγαρία, νόμος που ψηφίστηκε με μεγάλη πλειοψηφία στη Βουλή, θέτει εκτός νόμου τους αστέγους, που εφεξής θα πληρώνουν πρόστιμο 450 ευρώ ή θα φυλακίζονται όταν συλλαμβάνονται να κοιμούνται στο δρόμο.
Tης Τασουλας Καραϊσκακη
Κάποτε, το παιδικό δωμάτιο το έλεγαν κρεβατοκάμαρα, τώρα το λένε... κέντρο πολυμέσων. Οπως έγραφε χθες στην «Κ» η Ξένια Κουναλάκη, η γενιά Μ, η γενιά των Μέσων, που βιώνει στην πιο τρυφερή ηλικία (8 έως 18 ετών) το ιντερνετικό «μπουμ», που «τρέφεται» κι «αναπνέει» μέσα από οθόνες, κατέχει την τρομακτική δεξιότητα να κάνει πολλά ταυτοχρόνως. Να παίζει βιντεοπαιχνίδια και την ίδια στιγμή να κάνει τσατ με γνωστούς και αγνώστους, να κατεβάζει μουσική στο i-pod, να βλέπει τηλεόραση, να απαντάει στο κινητό... Δεν μπορούν να επικεντρωθούν σε ένα· νιώθουν την αδάμαστη ανάγκη να «παίζουν» αυτοστιγμεί σε πολλά ταμπλό. «Δεν μπορώ να λύσω τα Μαθηματικά με την τηλεόραση κλειστή», λέει 14χρονος.