Tου Παντελη Μπουκαλα
Δεν είναι λίγοι, στις μέρες μας πια, όσοι εμφανίζονται εξίσου βέβαιοι με τον Σουηδό σκηνοθέτη για την ασημαντότητα της χώρας μας· μάλιστα, όσοι ανάμεσά τους καμαρώνουν για τη μετριοπάθειά τους, μετά βίας κρύβουν την επιθυμία τους να είχαν γεννηθεί κάπου αλλού, μια και εδώ ασφυκτιούν και δεν έχουν την ευκαιρία να αναπτύξουν όλο το ταλέντο τους. Ακόμα περισσότεροι είναι όσοι καταδέχονται μεν να συμφωνήσουν πως η Ελλάδα δεν είναι παντελώς ανάξια, σπεύδουν όμως να κηρύξουν πως οι κάτοικοί της είναι ουτιδανοί, τραγικά ανεπαρκείς για το κλέος που τους φόρτωσε η ιστορία, θαρρείς και δεν μας δίδαξε η ίδια η αρχαιότητα ότι τα τείχη μιας πόλης, η ψυχή και ο πλούτος της, είναι οι άνθρωποί της. Αυτό το κλέος λοιπόν, το αρχαίο, το κληρονομημένο, βιάζονται να βάλουν ορισμένοι στον έναν δίσκο της ζυγαριάς τους. Τοποθετώντας στον άλλο δίσκο τη σημερινή Ελλάδα, όπως οι ίδιοι την εννοούν, καταλήγουν αναπόφευκτα στο καταδικαστικό συμπέρασμα ότι βρισκόμαστε πια στο τελευταίο σκαλί στου καλού (και όχι του παλαμικού κακού) τη σκάλα· έσχατοι οι κάποτε πρώτοι, είμαστε λέει ώριμοι να υποβιβαστούμε από την πρώτη κατηγορία των εθνών, δεδομένου ότι δεν έχουμε και πολλές δυνατότητες να πάρουμε τον ανήφορο.