Σελίδες

Τετάρτη 22 Μαΐου 2013

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ 2013



ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

Α1
Ο Διονύσιος Σολωμός, ο εθνικός μας ποιητής και ένας από τους σημαντικότερους ‘Έλληνες λογοτέχνες, έχει δεχτεί έντονη επίδραση από τον ευρωπαϊκό ρομαντισμό, κάτι που γίνεται φανερό και στο συγκεκριμένο έργο του, τον Κρητικό. Τρία από τα στοιχεία του ρομαντισμού , τα οποία κατεξοχήν εντοπίζονται στο συγκεκριμένο απόσπασμα είναι  το μεταφυσικό στοιχείο, η αγάπη του για την πατρίδα, και η εξιδανίκευση του έρωτα.

·         Το μεταφυσικό στοιχείο: Στον Κρητικό το φαντασιακό στοιχείο και το μεταφυσικό επίπεδο κυριαρχούν, ενώ και το φυσικό - πραγματικό τεί­νει προς το μεταφυσικό-φανταστικό. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το άκουσμα του ανεκλάλητου, παναρμόνιου ήχου,  απίστευτης γλυκύτητας και ομορφιάς, ο οποίος όμως λειτουργεί ως παραπλανητικός περισπασμός, που καθυστερεί τον ήρωα και τον απομακρύνει από κύριο έργο του, τη σωτηρία δηλαδή της αγαπημένης του. Συγκεκριμένα, στο στίχο 53-54 «Μέ δραχνε, καί μ’ κανε συχνά ν’ ναζητήσω τή σάρκα μου νά χωριστ γιά νά τόν κλουθήσω».

·         Η αγάπη του για την πατρίδα: Ο Κρητικός άκουγε το κελάηδημα του αηδονιού στον Ψηλορείτη, όπου τον τράβουνε ο πόνος (τον τραβούσε, τον οδηγούσε ο πόνος). Αυτό που τον τάραζε ως τα βάθη της ψυχής ήταν η σκλαβιά της πατρίδας του. Και εκεί, στο πλαίσιο της συγκινησιακής φόρτισης που του δημιουργούσε η μουσική από το σουραύλι, προσφωνούσε φωναχτά τη «θεϊκιά όλη αίματα Πατρίδα» του και, καθώς τη φανταζόταν ζωντανή κοντά του, άπλωνε προς το μέρος της τα χέρια του κλαίοντας για τη σκλαβιά της αλλά περήφανος γι' αυτήν (με καμάρι). Ο στίχος 40 αποτελεί τον εθνικότερο δεκαπεντασύλλαβο που χει γραφεί στη νεώτερη ποίηση μας. Παρά την ιδιότυπη λιτότητα του εικονογραφικού υλικού για την περιγραφή της γενέθλιας γης( μαύρη πέτρα, ξερό χορτάρι) είναι έκδηλη η βαθιά συγκίνηση, η λαχτάρα του ήρωα για την πατρίδα του. Στη συνείδηση του και τα πιο ταπεινά και ασήμαντα μεταμορφώνονται και γίνονται πολύτιμα. 

·         Η εξιδανίκευση του έρωτα:  η εξιδανίκευση του έρωτα εντοπίζεται στο στίχο 50, «Μόλις εν’ τσι δυνατός ρωτας καί Χάρος». Ο Έρωτας και ο Χάρος είναι οι δύο νοητές μορφές οι οποίες συσχετίζονται με την αγαπημένη του Κρητικού: ο Έρωτας για την κόρη είναι αυτός που κυρίευσε την ψυχή του και ο Χάρος είναι αυτός που πήρε την αγαπημένη. Χάρη στη συνεργασία αυτών των δύο, που κατέληξε στο θάνατο της αγαπημένης του, μπόρεσε εκείνος να υπερβεί το χρόνο, την άλλη δύναμη που διαφεντεύει ζωή στη γη.

Β1
Χαρακτηριστικά στοιχεία της γλώσσας και του ύφους του Κρητικού είναι ο βαθύς και έντονος λυρισμός, που εκφράζεται κυρίως με την εικονοπλασία και το συμβολισμό. Σύμφωνα με την άποψη του Π.Μάκριτζ διαπιστώνουμε την επίμονη χρήση εικόνων από τη φύση και το σύμπαν, στο σχηματισμό των οποίων σημαντικό ρόλο παίζουν και τα ουσιαστικά (αέρας, άστρο, φως, ουρανός, κόσμος, γη, νερό) και τα επίθετα( τα οποία συχνά δηλώνουν και ηθικές ιδιότητες). Πιο συγκεκριμένα:
Όταν έφυγε η φεγγαροντυμένη, ο ναυαγός εξακολουθούσε να κολυμπάει κρατώντας την αγαπημένη του, για να φτάσει στην ακτή. Ωστόσο ο ρυθμός του κολυμπήματος άρχισε να γίνεται αργός (άργουνε = αργούσε) με την επίδραση ενός νέου στοιχείου: άρχισε να ακούγεται ένας πολύ ευχάριστος, ένας σαγηνευτικός μουσικός ήχος, που συνόδευε το ναυαγό (με προβοδούσε). Αυτός ο ήχος λοιπόν τραβούσε την προσοχή του και τον επηρέαζε, ώστε να κάνει νωθρό και να επιβραδύνει το κολύμπημά του. Ο ναυαγός δεν μπορούσε να καταλάβει από πού προερχόταν και τι είδους ήταν ο μαγικός εκείνος μουσικός ήχος - δεν μπορούσε να προσδιορίσει την πηγή και το ποιόν του. Έτσι, ο αφηγητής τον συγκρίνει με τρεις άλλους γοητευτικούς μουσικούς ήχους, όχι μόνο για να αποκλείσει τις τρεις αυτές εκδοχές, αλλά κυρίως για να πάρει ο αναγνώστης μια ιδέα για τη γλυκύτητα της μουσικής εκείνης. Για να πετύχει λοιπόν να μας μεταδώσει τη μοναδικότητα του ανυπέρβλητου αυτού ήχου, χρησιμοποιεί τρεις αποφατικές παρομοιώσεις με το σχήμα της άρσης και θέσης, στις οποίες χρησιμοποιεί εικόνες υψηλού λυρισμού (λειτουργικότητα των εικόνων).
 Στους στίχους 23-28(πρώτη εικόνα),  ο αφηγητής  παρουσιάζει το ερωτικό τραγούδι του κοριτσιού μέσα σε ένα ειδυλλιακό περιβάλλον, με μια πολύ πλούσια εικόνα και με σχήματα λόγου, που δίνουν υψηλό λυρισμό στους τέσσερις στίχους. Μια κορασιά λοιπόν ακούγεται να τραγουδάει τον κρυφό έρωτά της μέσα σε ένα φουντωμένο δάσος την ώρα του δειλινού, τότε που ανατέλλει η σελήνη' και λέει το τραγούδι της στη βρύση, στο δέντρο που λυγίζει ελαφρά και στο λουλούδι που ανοίγει. Ο μαγευτικός ήχος που άκουγε ο ναυαγός έμοιαζε με αυτό το έξοχο ερωτικό τραγούδι, αλλά δεν ήταν αυτό.  Η ε ι κ ό να με την οποία παρουσιάζεται το τραγούδι έχει: στοιχεία οπτικά (τα δάση, το άστρο, τα νερά που θολώνουν κ.ά.) ,στοιχεία ακουστικά (κορασιάς φωνή - τραγουδάει), στοιχεία οσφρητικά (το λουλούδι), το στοιχείο της κίνησης (λυγάει), υποβλητικότητα (η ανατολή της σελήνης, τα θολά νερά, η ώρα του δειλινού). Στους στίχους 35-43(δεύτερη εικόνα) , ο αφηγητής παρουσιάζει τον ήχο του σουραυλιού να ακούγεται στον Ψηλορείτη (προβάλλει και πάλι η αγάπη του για την ιδιαίτερη πατρίδα του), καθώς ο ήλιος έλαμπε στο καταμεσήμερο φωτίζοντας τα βουνά, τα πέλαγα και τους κάμπους, που έμοιαζαν σαν να του γελούσαν κάτω από το δυνατό του φως. Μέσα σ' αυτή την τελευταία εικόνα ο αφηγητής βάζει και τον εαυτό του και μάλιστα ως προνομιούχο μοναδικό ακροατή της μουσικής του σουραυλιού (αγρίκαα = άκουγα).  Ο μαγευτικός ήχος που άκουγε ο ναυαγός έμοιαζε με αυτόν το γλυκύτατο ήχο του φιαμπολιού, αλλά δεν ήταν αυτός. Η ε ι κ ό ν α με την οποία παρουσιάζεται η μουσική από το σουραύλι έχει  στοιχεία οπτικά (ο Ψηλορείτης, ο ήλιος, τα βουνά, τα πέλαγα, οι κάμποι), στοιχεία ακουστικά (φιαμπόλι, αγρίκαα). 

Β2
Στη δεύτερη αποφατική παρομοίωση ο αφηγητής- ναυαγός παρουσιάζει ένα κρητικό αηδόνι που τραγουδάει ψηλά στους βράχους, όπου έχει και τη  φωλιά του, όλη τη νύχτα και η γλυκύτατη λαλιά του ακούγεται ως πέρα στη θάλασσα και στην πεδιάδα.  Και όταν στο τέλος της νύχτας ήρθε η αυγή, άκουσε και αυτή το κελάηδημα και έχασε το ρόδινο χρώμα της από τη μαγεία που ένιωσε.  Ο μαγευτικός ήχος που άκουγε ο ναυαγός έμοιαζε με αυτό το γοητευτικό κελάηδημα, χωρίς βέβαια να είναι. Το κελάηδημα του ποιλιού αποδίδεται σε έξι στίχους υψηλού λυρισμού και με πληθώρα εκφραστικών μέσων και σχημάτων λόγου. Ειδικότερα:
Παρομοίωση: «∆εν είναι κρητικό ... από τα χέρια»: Οι στίχοι 29-34 αποτελούν μία αποφατική παρομοίωση. Με τη δεύτερη  παρομοίωση ο αφηγητής προσπαθεί να προσδιορίσει το ποιόν του ήχου δίνοντάς όμως όχι το τι είναι αλλά το τι δεν είναι (δεν ειν’ αηδόνι κρητικό). Μολονότι το τραγούδι του αηδονιού είναι μαγευτικό, ωστόσο δε συγκρίνεται με τη μαγεία του ήχου, ο οποίος είναι ο ποιοτικά ανώτερος ήχος που έχει ακούσει ποτέ ο κρητικός.
Επανάληψη- Αναδίπλωση«... πολύ μακριά, πολύ μακριά…»  : δίνεται έμφαση και αισθητοποιείται η έκταση στην οποία εξαπλώνεται ο ήχος του τραγουδιού του αηδονιού καθώς και η απόσταση του σημείου που έχει φτιάξει το αηδόνι τη φωλιά του, που είναι σίγουρα μακρινή.
 Χιαστό: «Η θάλασσα πολύ μακριά, πολύ μακριά η πεδιάδα» υποδηλώνεται η απεραντοσύνη της φύσης.
Προσωποποίηση «Ώστε που πρόβαλε η αυγή»:
Η προσωποποιημένη αυγή ως επίδραση από τον Όμηρο (ροδοδάκτυλος Ηώς) ξαφνιάζεται και μαγεύεται   από το κελάηδημα του αηδονιού και  της πέφτουν τα ρόδα από τα χέρια χάνοντας έτσι το ρόδινο χρώμα της από τη μαγεία που ένιωσε.

 Γ1
Ο ναυαγός δεν ήταν δυνατό να απαλλαγεί από τη μαγεία που ασκούσε στην ψυχή του ο υπερκόσμιος ήχος, ο οποίος τελικά σταμάτησε από μόνος του. Χάθηκε, όπως προηγουμένως και η φεγγαροντυμένη και τώρα αυτός επανήλθε στην πραγματικότητα και στον αρχικό του στόχο στρέφοντας και πάλι το ενδιαφέρον του ολόψυχα στη σωτηρία της αγαπημένης του. Η Φεγγαροντυμένη έχει φύγει, σταμάτησε και ο ηχός. Από το σημείο αυτό ως τη στιγμή κατά την οποία φτάνει στη στεριά (Και τέλος φθάνω στο γιαλό) παρατηρείται αφηγηματικό κενό. Ο ναυαγός λοιπόν φτάνει στη στεριά, όπου αποθέτει την κόρη και μάλιστα με χαρά, επειδή κατάφερε να την πάει στο ασφαλές μέρος σώα. Όμως ύστερα από τη χαρά, στο δεύτερο ημιστίχιο του τελευταίου στίχου, με μιαν έντονη α ν τ ί θ ε σ η (χαρά - πεθαμένη') έρχεται αιφνιδιαστικά η ανατροπή: η αγαπημένη ήταν νεκρή (είχε πνιγεί) και επομένως πήγε στα χαμένα όλη η προσπάθεια για τη σωτηρία της. Έτσι, ύστερα από το ξεκλήρισμα όλων των μελών της οικογένειας του Κρητικού τώρα αυτός έχασε και την αγαπημένη του, το τρυφερό κλωνάρι χάθηκε και έχει μείνει παντέρημος στον κόσμο, χωρίς οικογένεια, χωρίς αγαπημένα πρόσωπα, χωρίς πατρίδα. Η αφήγηση τελειώνει απότομα μαζί με το ποίημα, με λιτότητα και κυρίως χωρίς θρήνους για το θάνατο της κόρης, αφού ο αφηγητής μάς έχει ήδη γνωρίσει ότι η αγαπημένη του βρίσκεται στον Παράδεισό, όπου θα σμίξουν, για να ζήσουν μαζί στην αιωνιότητα. Το ποίημα κλείνει κυκλικά όπως άρχισε με την αναφορά στο ακρογιάλι.


Δ1. Παράλληλο κείμενο

Ομοιότητες:
-η έντονη παρουσία του φυσικού στοιχείου
-το άκουσμα ενός ήχου, μιας μελωδίας
-η καταλυτική επίδραση που ασκεί ο ήχος αυτός στην ψυχή των ηρώων

Διαφορές:
-Σολωμός: ο ήρωας βιώνει μια αληθινή εμπειρία μέσα στη θάλασσα παλεύοντας για τη ζωή του, όταν ξαφνικά ακούει έναν υπερκόσμιο ήχο.
-Λαπαθιώτης :η ηρωίδα κοιμάται και  ακούει τον ήχο στο όνειρό της.
-Σολωμός: ο ήχος που ακούει ο κρητικός είναι απροσδιόριστος
-Λαπαθιώτης :  ο ήχος στο κείμενο του είναι συγκεκριμένος. Είναι η φωνή ενός  ανθρώπου, και συγκεκριμένα η φωνή του Σωτήρη.



Επιμέλεια
Νόνη Χατζή